- χαλκότορος
- χαλκότορος1 worked in bronze “χαλκοτόροις ξίφεσιν” (v. l. χαλκοτέροισι) P. 4.147
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χαλκότορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. χαλκοτόρευτος* («χαλκοτόροις ξίφεσιν», Πίνδ.) 2. αυτός που έχει προκληθεί από διάτρηση με χάλκινο αντικείμενο, ιδίως με χάλκινο όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τορος (< θ. τορ της ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. τείρω*… … Dictionary of Greek
χαλκοτόροις — χαλκότορος of piercing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοτόρου — χαλκότορος of piercing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοτόρους — χαλκότορος of piercing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιοτόρος — γυιοτόρος, ον (Α) αυτός που διατρυπά τα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + (θ.) τορ , έτορον, αόρ. β πρβλ. ενεστ. τορέω «διατρυπώ», τείρω «θλίβω, ταλαιπωρώ» (πρβλ. διάτορος, ρινοτόρος, χαλκότορος)] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκοτορώ — έω, Α [χαλκότορος] κατασκευάζω από χαλκό … Dictionary of Greek
χαλκότυπος — ον, Α 1. χαλκότορος* 2. αυτός που έχει χτυπηθεί με χάλκινο όπλο 3. αυτός που προκαλείται από την κρούση χάλκινων τύμπανων («χαλκοτύπου παυσάμενος μανίης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τύπος (< τύπτω), πρβλ. χρυσό τυπος. Η… … Dictionary of Greek